βραχιονόποδα

βραχιονόποδα
Θαλάσσιοι οργανισμοί με δίθυρο όστρακο, που ζουν μόνιμα στον βυθό. Κάποτε τους θεωρούσαν ομοταξία των μαλακιοειδών, σήμερα όμως ταξινομούνται ως ιδιαίτερο φύλο. Στο παρελθόν γινόταν σύγχυση ανάμεσα στα β. και τα ακέφαλα μαλάκια (ελασματοβράγχια) γιατί, όπως κι εκείνα, έχουν σώμα άμορφο, κλεισμένο σε όστρακο με δύο θυρίδες, που παράγεται από τον μανδύα. Από τις δύο θυρίδες των β. η μία είναι ραχιαία και η άλλη κοιλιακή, και διαφέρουν στο σχήμα και στις διαστάσεις. Όταν το ζώο πεθαίνει, παραμένουν κλειστές. Τα μαλάκια, αντίθετα, έχουν τις περισσότερες φορές δύο όμοιες θυρίδες, τη μία στην αριστερή και την άλλη στη δεξιά πλευρά του σώματος, οι οποίες ανοίγουν και μετά αποχωρίζονται εύκολα, όταν το ζώο πεθαίνει. Τα β. έχουν έναν σαρκώδη ποδίσκο που βγαίνει από τις θυρίδες για να στερεωθεί στον θαλάσσιο βυθό ή στα άλλα βυθισμένα αντικείμενα. Από τις πλευρές του στόματος ξεκινούν δύο βραχίονες, οι οποίοι φέρουν στα άκρα πολυάριθμες βλεφαρίδες που με τις παλμικές κινήσεις τους δημιουργούν ρεύμα ύδατος προς το στόμα κι έτσι μεταφέρονται μικρά ζώα για τη συντήρησή τους· όταν το ζώο βρίσκεται σε ακινησία, τότε οι βραχίονες είναι τυλιγμένοι σε σπείρα μέσα στις θυρίδες. Τα είδη που ζουν σήμερα φτάνουν τα 160 και είναι διασκορπισμένα σε όλες τις θάλασσες. απολιθωμένα β. Τα β. έχουν μεγάλη σημασία για την παλαιοντολογία λόγω της μεγάλης διάδοσής τους στις θάλασσες των περασμένων γεωλογικών αιώνων, κυρίως του παλαιοζωικού και του μεσοζωικού, και εξαιτίας της σχετικά καλής διατήρησης των απολιθωμένων λειψάνων τους. Τα πρώτα που εμφανίστηκαν ήταν τα άναρθρα, που ήδη αντιπροσωπεύονταν στον προκάμβριο αιώνα· στην ομάδα αυτή υπάρχουν σχήματα που παρέμειναν σταθερά από την κάμβριο περίοδο έως σήμερα. Οι αντιπρόσωποι των αρθρωτών που είναι γνωστοί από την κάμβριο περίοδο φτάνουν στη μεγαλύτερη εξέλιξή τους στη σιλούριο περίοδο, παρουσιάζουν κάμψη στη δεβόνιο και αυξάνουν και πάλι στη λιθανθρακοφόρο και πέρμιο. Μεταξύ των οικογενειών που συναντώνται αποκλειστικά στον παλαιοζωικό αιώνα είναι οι εξής (με τη λατινική επιστημονική τους ονομασία): οrtidae, strofomenidae, productidae, richtofenidae. Στον κατώτερο ιουρασικό (λιάσιο) εμφανίζονται οι τελευταίοι αντιπρόσωποι που έζησαν στον παλαιοζωικό. Κατά την τριτογενή και στη σημερινή εποχή τα β. έχασαν το μεγάλο ενδιαφέρον που διατηρούσαν κατά το παρελθόν. Τα β. ανευρίσκονται με ευκολία στα ασβεστολιθικά ιζήματα και σπάνια στα αργιλούχα ιζήματα. Πάνω, τομή της Magellania flavescens: 1) οισοφάγος, 2) στομάχι, 3) ποδίσκος, 4) μύες, 5) βλεφαριδωτός βραχίονας. Δεξιά, πιθανή εξέλιξη κύριων ομάδων των βραχιονοπόδων κατά τις διαδοχικές γεωλογικές εποχές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • ακέφαλος — Αυτός που δεν έχει κεφάλι. Ο άναρχος. Μεταφορικά, ο απερίσκεπτος, ο ανόητος, ο άμυαλος. (Βοτ.) Ονομασία της ωοθήκης που είτε δεν έχει στύλους είτε αυτοί φύονται από τα πλάγια ή τη βάση της (π.χ. βοραγινίδες, χειλανθή). (Ζωολ.) Ονομασία που δόθηκε …   Dictionary of Greek

  • απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… …   Dictionary of Greek

  • λιάσιο — Γεωλογική υποπερίοδος της ιουρασικής περιόδου του μεσοζωικού αιώνα, η οποία ονομάζεται επίσης και κατώτερο ιουρασικό. Το λ. αντιπροσωπεύεται λιθολογικά από ασβεστόλιθους, από μαργαϊκούς ασβεστόλιθους και από μάργες, ενώ χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • μανδύας — Είδος ενδύματος των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων. Τον μ. αποτελούσε ένα κομμάτι μάλλινο ύφασμα σε ορθογώνιο σχήμα, το οποίο κάλυπτε όλο το σώμα φτάνοντας έως τα πόδια. Συγκρατιόταν με μια πόρπη στους ώμους ή στο στήθος. Οι Έλληνες τον φορούσαν τον …   Dictionary of Greek

  • περιστόμιος — ο(ν), ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από στόμιο ή από άνοιγμα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περιστόμιο(ν) α) οτιδήποτε περιβάλλει στόμιο, οπή, άνοιγμα και κυρίως τεχνικό έργο («περιστόμιο φρέατος» στηθαίο πηγαδιού) β) ζωολ. περιοχή που περιβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • σιλούριο — Γεωλογική περίοδος του παλαιοζωικού αιώνα, που τοποθετείται μεταξύ του Κάμβριου (κατώτερου) και του δεβόνιου. Τα κατώτερα όριά του βασίζονται αποκλειστικά σε παλαιοντολογικά κριτήρια, γιατί δεν υπάρχουν αξιοσημείωτες παλαιογεωγραφικές μεταβολές… …   Dictionary of Greek

  • σχιζοκοιλία — η, ή σχιζόκοιλο, το, Ν βιολ. (στους δακτυλιοσκώληκες, στα μαλάκια, στην τροχοφόρο προνύμφη, στα βραχιονόποδα και στα αρθρόποδα) τρόπος σχηματισμού τού κοιλώματος με αρχική ανάπτυξη τού μεσοδέρματος σε συμπαγείς κυτταρικές μάζες, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • τερεβρατουλώδη — ή τερεμπρατουλώδη, τα, Ν ζωολ. η σημαντικότερη τάξη τού φύλου βραχιονόποδα, η οποία περιλαμβάνει 300 γένη που χρονολογούνται από το κατώτερο δεβόνιο και απαντούν στις πολικές θάλασσες ή σε μεγάλα βάθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. terebratulida < αγγλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”